- κροκόμηλον
- κροκόμηλον, τὸ (AM)μίγμα από κυδώνια βρασμένα με κρόκο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + μῆλον (πρβλ. κιτρό-μηλον, ροδό-μηλον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κροκομήλου — κροκόμηλον conserve of quince and saffron neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek